- αλαργάρω
- αμετ.1) плыть на расстоянии, вдали (от чеголибо); 2) удаляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αλαργάρω — (λ. ιταλ.) 1. μτβ., απομακρύνω: Προσπαθούσε να αλαργάρει τη βάρκα. 2. αμτβ., απομακρύνομαι: Το πλοίο είχε πια αλαργάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαργάρισμα — το [αλαργάρω] το αλάργεμα … Dictionary of Greek
λαργάρω — [λάργα] αλαργάρω … Dictionary of Greek